- ξεμασκαλίζω
- μετ. обрезать ветви (для пересадки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξεμασκαλίζω — ξεμασκαλίζω, ξεμασκάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμασκαλίζω — και ξεμασχαλίζω 1. κόβω βλαστό φυτού από τη μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση 2. αποσπώ βλαστό ή κλαδί φυτού με το χέρι 3. κόβω κάτι σε πολλά και μικρά κομμάτια 4. μτφ. (για πρόσ.) βγάζω τη μασχάλη, εξαρθρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μασκάλη / … Dictionary of Greek
ξεμασκαλίζω — ξεμασκάλισα, ξεμασκαλίστηκα, ξεμασκαλισμένος, κόβω βλαστάρι από μασχάλη φυτού για μεταφύτευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεμασκαλίδι — και ξεμασχαλίδι, το βλαστός φυτού που αποσπάστηκε από μασχάλη με σκοπό τη μεταφύτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεμασκαλίζω / ξεμασχαλίζω + κατάλ. ίδι (πρβλ. σκουπ ίδι)] … Dictionary of Greek
ξεμασκαλιστός — ή, ό [ξεμασκαλίζω] (για βλαστούς ή για κλαδιά δέντρων) αυτός που αποσπάστηκε ή κόπηκε με τα χέρια και όχι με κλαδευτήρι … Dictionary of Greek